- υδροφορικός
- -ή, -όπου έχει σχέση με την υδροφορία (βλ. λ.), ο χρήσιμος στην υδροφορία: Υδροφορικό όχημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υδροφορικός — ή, ό / ὑδροφορικός; ή, όν, ΝΑ [υδροφόρος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή είναι χρήσιμος για τη μεταφορά νερού (α. «υδροφορικό σύστημα» πολύπλοκο σύστημα υδροφόρων αγωγών τών εχινοδέρμων, μέσω τού οποίου τίθενται σε κίνηση οι βαδιστικοί ποδίσκοι… … Dictionary of Greek
ὑδροφορικόν — ὑδροφορικός for carrying water masc acc sg ὑδροφορικός for carrying water neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑδροφορικῶς — ὑδροφορικός for carrying water adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek